- ασυγχρονισμός
- ο1) отсталость; несовременность; 2) неодновременность, несинхронность; 3):
κατ' ασυγχρονισμόν — или δι' ασυγχρονισμού — в отрыве от эпохи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατ' ασυγχρονισμόν — или δι' ασυγχρονισμού — в отрыве от эпохи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυγχρονισμός — ο η έλλειψη συγχρονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συγχρονισμός (πρβλ. αγγλ. asynchronism] … Dictionary of Greek